μελάμποδα

μελάμποδα
μελάμπους
blackfooted
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Μελάμποδα — Μελάμπους blackfooted masc acc sg Μελαμπόδης masc voc sg Μελαμπόδης masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αμυθάων ή Αμυθέων — Μυθολογικό πρόσωπο.Γιος του Κρηθέα και της Τυρώς, αδελφός του Αίσωνα και του Φέρητα. Πήρε για σύζυγό του την κόρη του τελευταίου, Ειδομένη, από την οποία απέκτησε δύο γιους, τον Βία και τον Μελάμποδα. Όπως πίστευαν, ο Α. ήταν ο θεμελιωτής της… …   Dictionary of Greek

  • Μελαμπόδειος — Μελαμπόδειος, εία, ον και Μελαμπόδιος, ία, ον, θηλ. και Μελαμπόδεια (Α) [Μελάμπους] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μάντη Μελάμποδα 2. το θηλ. ως ουσ. Μελαμπόδεια ποίημα σε τρία τουλάχιστον βιβλία που αναφερόταν στον βίο και στις πράξεις… …   Dictionary of Greek

  • αγλαΐα — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μία από τις τρεις Χάριτες, κόρη του Δία και της Ευρυνόμης, προσωποποίηση της ευθυμίας. Κατά τον Ησίοδο ήταν η νεότερη από τις τρεις Χάριτες και σύζυγος του Ηφαίστου. 2. Σύζυγος του Αμυθάονα, από τον οποίο γέννησε… …   Dictionary of Greek

  • ανιγρός — Ονομασία μικρού ποταμού της αρχαίας Τριφυλίας. Πήγαζε από το όρος Λάπιθο ή Μάκιστο, το σημερινό Καϊάφα και Σμέρνα, και χυνόταν κοντά στην πόλη Σαμικόν ή Αρήνη ή Μάκιστον, κοντά στις εκβολές του Αλφειού. Σύμφωνα με αρχαία παράδοση (λεγόταν τότε… …   Dictionary of Greek

  • πηρώ — Κόρη του Νηλέα της Πύλου. Ήταν αφάνταστα όμορφη και την ερωτεύθηκε ο Βίας, αδελφός του μάντη Μελάμποδα. Ο Νηλέας όμως, για να του δώσει την κόρη του, ζήτησε να του φέρει πρώτα το κοπάδι του Ιφίκλου, πράγμα που κατόρθωσε να κάνει ο Μελάμπους,… …   Dictionary of Greek

  • συνιστώ — συνιστῶ, άω, ΝΜΑ, και συστήνω Ν, και συνίστημι ΜΑ, και συνιστάνω Α [ἵστημι / ἱστῶ] 1. ιδρύω, καταρτίζω, συγκροτώ, οργανώνω (α. «συνιστώ επιτροπή» β. «η επιτροπή συνεστήθη με προεδρικό διάταγμα» γ. «συνίστατο τοὺς πρώτους ἀγώνας», Πλούτ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • Αγράνια — Βακχική γιορτή που γινόταν στο Άργος προς τιμήν του Διονύσου· σχετίζεται με τις τρεις κόρες του μυθικού βασιλιά του Άργους, Προίτου. Μόλις ήρθαν σε ώρα γάμου επειδή είχαν περιφρονήσει τις θυσίες του Διονύσου, οι τρεις αδελφές έγιναν μανιακές και… …   Dictionary of Greek

  • Αιγόσθενα — I Αρχαία παραλιακή πόλη της Μεγαρίδας. Τα Α., είχαν για ένα διάστημα προσαρτηθεί στη βοιωτική πόλη του Ογχησίου. Η πόλη ήταν χτισμένη στον Αλκυόνιο κόλπο, ο οποίος, στα νεότερα χρόνια, λέγεται Πόρτο Γερμενό. Η πόλη γνώρισε μεγάλη ακμή από το 1500 …   Dictionary of Greek

  • Άλκων — Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του Άρη από τη Θράκη. Πήρε μέρος μαζί με άλλον ομώνυμο ήρωα στο κυνήγι του Καλυδώνιου κάπρου. 2. Γιος του Ατρέα. Μαζί με τους δύο άλλους αδελφούς του, Μελάμποδα και Τμώλο, ονομάζονται Τρίτοι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”